- σεισμόπληκτος
- -η, -οσεισμοπαθής: Σεισμόπληκτη περιοχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εισμοπαθής — ές, Ν σεισμόπληκτος («έγινε έρανος για τους σεισμοπαθείς τής Καλαμάτας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + παθής (< πάθος < πάσχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Χρόνος] … Dictionary of Greek